- κατέστρωσεν
- κατά , εἰσ-τιτρώσκωwoundaor ind act 3rd sg (homeric ionic)κατά-στόρεννυμιaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταστρώνω — (AM καταστρώννυμι, Μ και καταστρωννύω, Α και καταστρωννύω) 1. στρώνω κάτω, απλώνω κάτι στο έδαφος 2. καλύπτω, επικαλύπτω («τὸ πεδίον ἅπαν νεκρῶν κατεστρώθη», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. μτφ. (σχετικά με σχέδια, προγράμματα κ.λπ.) συντάσσω, καταρτίζω,… … Dictionary of Greek